ἀστραπή

ἀστραπή
ἀστραπή, ῆς, ἡ (s. ἀστράπτω; Aeschyl., Hdt.+; PGM 7, 785; LXX, TestSol, TestAbr A, JosAs; GrBar 16:3; Jos., Ant. 2, 343; 5, 201; Just., D. 67, 10; Mel., Fgm. 8b, 25; 30)
lightning (Hdt. et al.) illuminating the whole sky Mt 24:27. Proceeding fr. God’s throne Rv 4:5 (cp. Ezk 1:13; PGM 4, 703). Accompanying cosmic phenomena (En 14:8) 8:5; 11:19; 16:18 (cp. PGM 4, 681f; 694ff. The combin. w. βρονταί also Diod S 4, 2, 3; Epict. 2, 18, 30; hymn to Isis POxy 1380, 238; Jos., Ant. 3, 184). Type of the greatest speed Lk 10:18 (cp. TestSol 20:17; FSpitta, ZNW 9, 1908, 160–63) and brilliance 17:24; Mt 28:3 (cp. Na 2:5). ἀ. πυρός fiery lightning ApcPt Fgm. 1.
Of a lamp light (Aeschyl., Fgm. 386) Lk 11:36.—B. 56. 970–73. DELG s.v. ἀστεροπή (cp. ἀστήρ). M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”